βραδυκαρδία

βραδυκαρδία
Μείωση της καρδιακής συχνότητας κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό. Η β. δεν συνεπάγεται πάντα παθολογική κατάσταση· μπορεί να είναι φυσιολογική όταν εμφανίζεται σε αθλητές, σε νέους ή κατά τη διάρκεια του ύπνου. Άλλες φορές, ενδέχεται να οφείλεται σε αθρεψία, ίκτερο ή αύξηση της ενδοκρανιακής πίεσης και ακόμα σε δακτυλιδισμό ή βλάβη του μυοκαρδίου. Όταν η β. είναι το μοναδικό σύμπτωμα, δεν απαιτείται θεραπευτική αγωγή· αν όμως συνοδεύεται με μία από τις παθήσεις που αναφέρθηκαν, η θεραπεία θα είναι η ίδια με αυτή της γενεσιουργού πάθησης.
* * *
η
επιβράδυνση του καρδιακού ρυθμού κάτω από τους 60 παλμούς το λεπτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βραδυκαρδία — η αντίθ. ταχυκαρδία (ιατρ.), η πάθηση της καρδιάς που συνίσταται στην επιβράδυνση των χτύπων της κάτω από 50 στο λεπτό: Λέγεται πως η βραδυκαρδία είναι χαρακτηριστική πάθηση των αθλητών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Bradykardie — Klassifikation nach ICD 10 R00.1 Bradykardie, nicht näher bezeichnet …   Deutsch Wikipedia

  • Sinusbradykardie — Klassifikation nach ICD 10 R00.1 Bradykardie, nicht näher bezeichnet …   Deutsch Wikipedia

  • Bradicardia — Saltar a navegación, búsqueda Bradicardia Clasificación y recursos externos Aviso médico CIE 10 R …   Wikipedia Español

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μουσκαρίνη — Αλκαλοειδές του τύπου C9H12O3N που βρίσκεται στο κόκκινο τμήμα του μανιταριού μουσκάρια (amanita muscaria) και στους νεκρούς ζωικούς ιστούς. Είναι εξαιρετικά τοξική ουσία και σχετίζεται με τις χολίνες. Προκαλεί διέγερση των απολήξεων του… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”